Study

Λεξιλόγιο συνώνυμα αντώνυ ...

  •   0%
  •  0     0     0

  • Τον τελευταίο καιρό σκέφτεται να περιορίσει τις εμπορικές του δραστηριότητες.
    συρρικνώσει μειώσει
  • καταστροφή συνώνυμο = ...
    καταπόνηση όλεθρος πανικός
  • ελαττώνω: να γράψετε το συνώνυμο
    μειώνω
  • βασανίζω = ...
    τυραννώ
  • Εθελοντές πυροσβέστες συνέδραμαν το έργο των πυροσβεστικών αεροπλάνων. συνδράμω= ...
    βοηθώ
  • χειραφέτηση αντώνυμο
    χειραγώγηση
  • ίσος: να γράψετε το αντώνυμο
    άνισος
  • Είσαι σίγουρος για την απόφασή σου; σίγουρος = ...
    βέβαιος
  • αντικειμενικός: το αντώνυμο;
    υποκειμενικός
  • ακέραιος αντώνυμο= ...
    μισός
  • εφήμερος αντώνυμο
    μόνιμος
  • Η αμάθεια είναι επικίνδυνη όταν το άτομο δεν την συνειδητοποιεί. αμάθεια= ....
    απαιδευσιά, αμορφωσιά
  • Δεν περνάει με τίποτα η ώρα, το μάθημα είναι ανιαρό. ανιαρός = .
    βαρετός
  • Τα σχέδιά σου για το μέλλον είναι ουτοπικά.
    φανταστικά, ανεδαφικά
  • δύσπιστος αντώνυμο
    εύπιστος
  • Θα είσαι υπεύθυνος για τη (ν) παράδοση του δέματος
    επίδοση
  • Έξυπνος αλλά οκνηρός μαθητής, έλεγαν οι καθηγητές του. οκνηρός = ...
    τεμπέλης
  • Αποδείχτηκε πως ήταν ευάλωτος σε πιέσεις.
    επιρρεπής
  • αμετάβλητος: το αντώνυμο;
    μεταβλητός
  • Είχε ενστερνιστεί τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του.
    υιοθετήσει