Study

Λεξιλόγιο Β ΓΕΛ (διάλογος)  ...

  •   0%
  •  0     0     0

  • αθυρόστομος
    αγενής, βωμολόχος
  • υπόλογος
    υπεύθυνος
  • φληναφήματα και πομφολυγες
    Σαχλαμάρες, ανούσια πραγματα
  • ειρήσθω εν παρόδω
    μια που το έφερε η κουβέντα
  • διαξιφισμός
    αψιμαχία, διαφωνία
  • νύξη
    υπαινιγμός
  • εν τη ρύμη του λόγου
    πάνω στην κουβέντα
  • έθεσαν το θέμα επί τάπητος
    έβαλαν το θέμα προς συζήτηση
  • λογοκλόπος
    αντιγραφέας, μιμητής
  • κοινοτοπος
    συνηθισμένος
  • αμετροέπεια
    πολυλογία
  • δημοκοπία
    δημαγωγία
  • άρρητος
    ανείπωτος
  • στρεψόδικος
    παραπλανητικός
  • ακροθιγώς
    γενικά
  • στιχομυθία
    διάλογος
  • ευφράδεια
    ευχέρεια, ευγλωττία
  • τηρεί σιγήν ιχθύος
    δεν μιλά, δεν αποκαλύπτει
  • άναυδος
    άφωνος